- φοιτήτρια
- uczeń (m) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
φοιτητής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φοιτήτρια Ν [φοιτῶ] νεοελλ. σπουδαστής ανώτατου ή ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος μσν. αρχ. αυτός που συχνάζει κάπου, ιδίως ως μαθητευόμενος («φοιτηταὶ... διδασκάλων ὀλιγωροῡσιν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
Αινιάνα-Μαζαράκη, Αγανίκη — (Υπάτη 1838 – Αθήνα 1892). Ποιήτρια, κόρη του εθνικού αγωνιστή Γεώργιου Αινιάν. Σπούδασε στο Αρσάκειο. Ασχολήθηκε με τα γράμματα από φοιτήτρια ακόμα, αλλά η ποιητική συλλογή της Ποιήσεις (1893) κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο των δύο παιδιών που είχε … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Παναγιωτάτου, Αγγελική — (1878 – 1954). Γιατρός και λογία από την Κεφαλονιά. Υπήρξε η πρώτη χρονολογικά φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Ειδικεύτηκε στη μικροβιολογία και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου εργάστηκε κυρίως ως μικροβιολόγος και… … Dictionary of Greek
καλλίφωνος — η, ο αυτός που έχει ωραία φωνή: Η φοιτήτρια αυτή είναι καλλίφωνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοιτητής — ο θηλ. φοιτήτρια ο σπουδαστής πανεπιστημίου ή άλλης ανώτατης σχολής: Φοιτητής του Πολυτεχνείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)